Oxford Spanish Dictionary
govt
govt → government
government [αμερικ ˈɡəvər(n)mənt, βρετ ˈɡʌv(ə)nˌm(ə)nt, ˈɡʌvəm(ə)nt] ΟΥΣ
2. government U or C (administration):
στο λεξικό PONS
Govt.
Govt. συντομογραφία: Government
- Govt.
-
govt.
govt. ABBR government
- govt.
-
government [ˈgʌv·ərn·mənt] ΟΥΣ
1. government (ruling body):
2. government (administration):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.