Oxford Spanish Dictionary
desenfadado (desenfadada) ΕΠΊΘ
1. desenfadado:
2. desenfadado estilo/moda/actitud:
στο λεξικό PONS
alegre ΕΠΊΘ
1. alegre:
- desembarazado (-a)
-
alegre [a·ˈle·ɣre] ΕΠΊΘ
1. alegre:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- freakish
- freak out
- freak-out
- freak show
- freaky
- free-and-easy
- free association
- free bar
- freebase
- freebie
- freebooter