Oxford Spanish Dictionary
dumb [αμερικ dəm, βρετ dʌm] ΕΠΊΘ
1.1. dumb (temporarily silent):
2. dumb (stupid) αμερικ:
στο λεξικό PONS
dumb waiter ΟΥΣ
-
- montaplatos αρσ
dumb waiter ΟΥΣ
-
- montaplatos αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- dumb-ass
- dumbbell
- dumb down
- dumbfound
- dumbfounded
- dumb waiter
- dum-dum
- dumdum
- dumdum bullet
- dumfound
- dummy