Oxford Spanish Dictionary
I. blond [αμερικ blɑnd, βρετ blɒnd], blonde ΕΠΊΘ
ASH [aʃ] ΟΥΣ
ASH (in UK) → Action on Smoking and Health
ash1 [αμερικ æʃ, βρετ aʃ] ΟΥΣ
1. ash often pl:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ascription
- ASD
- ASE
- ASEAN
- asepsis
- ash blond
- ash blonde
- ashcan
- ash dieback
- ashen
- ashen-faced