ut·ter·ance [ˈʌtərən(t)s, αμερικ ˈʌt̬ɚ-] ΟΥΣ
1. utterance τυπικ (statement):
2. utterance no pl τυπικ (act of speaking):
3. utterance ΓΛΩΣΣ (chain of language):
- utterance
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.