στο λεξικό PONS
inter·sec·tion [ˌɪntəˈsekʃən, αμερικ ˈɪnt̬ɚˌsekʃən] ΟΥΣ
1. intersection (crossing of lines):
2. intersection αμερικ, αυστραλ (junction):
3. intersection Η/Υ:
ur·ban [ˈɜ:bən, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΘ προσδιορ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
urban intersection αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
intersection ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- urban development promotion
- urban district
- urbane
- urbanely
- urban fringe
- urban intersection
- urbanise
- urbanite
- urbanity
- urbanization
- urbanize