tele·scop·ic [ˌtelɪˈskɒpɪk, αμερικ -əˈskɑ:-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. telescopic (done by telescope):
- telescopic observation
-
2. telescopic (concerning telescopes):
- telescopic lens
-
3. telescopic:
- telescopic handler ΟΙΚΟΔ
- Teleskoplader αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.