han·dler [ˈhændləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. handler (dog trainer):
- handler
-
- handler
-
2. handler esp αμερικ (counsellor):
- handler
-
3. handler Η/Υ (section of operating system):
- handler
-
4. handler Η/Υ (software routine):
- handler
- Handler αρσ
- handler
-
handler ΟΥΣ
- telescopic handler ΟΙΚΟΔ
- Teleskoplader αρσ
ˈbag·gage handler ΟΥΣ
- baggage handler
-
- Gepäckträger(in)
- baggage handler
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.