στο λεξικό PONS
an·nu·ity [əˈnju:əti, αμερικ -nu:ət̬i] ΟΥΣ
1. annuity (sum of money):
-
- Jahreszahlung θηλ
2. annuity (contract):
re·ver·sion·ary [rɪˈvɜ:ʃənəri, αμερικ ˈvɜ:rʒəneri] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
reversionary annuity ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
annuity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.