στο λεξικό PONS
no·tion·al [ˈnəʊʃənəl, αμερικ ˈnoʊ-] ΕΠΊΘ τυπικ
-
- notional amount
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
notional amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- notional amount
- Nominalbetrag αρσ
notional principle ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- notional principle
- Nominalwert αρσ
notional volume ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- notional volume
- Nominalvolumen ουδ
notional drawing right ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.