στο λεξικό PONS
II. ˈmo·tor·way βρετ ΟΥΣ modifier
motorway (driving, exit, traffic):
inter·sec·tion [ˌɪntəˈsekʃən, αμερικ ˈɪnt̬ɚˌsekʃən] ΟΥΣ
1. intersection (crossing of lines):
2. intersection αμερικ, αυστραλ (junction):
3. intersection Η/Υ:
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
motorway intersection, interchange ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
intersection ΥΠΟΔΟΜΉ
motorway βρετ ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.