mo·nas·tic [məˈnæstɪk] ΕΠΊΘ
1. monastic (concerning monks):
2. monastic (concerning monasteries):
3. monastic (austere):
4. monastic (secluded):
- monastic
-
- monastic
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.