Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
monastic [βρετ məˈnastɪk, αμερικ məˈnæstɪk] ΕΠΊΘ
1. monastic ΘΡΗΣΚ:
- monastic
-
2. monastic (ascetic):
- monastic
-
στο λεξικό PONS
monastic [məˈnæstɪk] ΕΠΊΘ
1. monastic ΘΡΗΣΚ:
- monastic
-
-
- monastic
monastic [mə·ˈnæs·tɪk] ΕΠΊΘ
1. monastic ΘΡΗΣΚ:
- monastic
-
-
- monastic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.