στο λεξικό PONS
mark·up [ˈmɑ:kʌp, αμερικ ˈmɑ:rk-] ΟΥΣ
2. markup (increase in price):
- markup
-
- markup
-
3. markup (difference between cost and selling price):
- markup
-
- markup
- Gewinnaufschlag αρσ
4. markup αμερικ ΠΟΛΙΤ:
ˈmark·up price ΟΥΣ
- markup price
-
markup language ΟΥΣ
- markup language Η/Υ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
markup ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- markup
- Gewinnaufschlag αρσ
markup pricing ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Markup Pricing ουδ
share price markup ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Plusankündigung θηλ
double share price markup ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.