στο λεξικό PONS
II. pl ΓΛΩΣΣ ΟΥΣ modifier
pl → plural
-
- Pluralendung θηλ
I. plu·ral [ˈplʊərəl, αμερικ ˈplʊrəl] ΟΥΣ
II. plu·ral [ˈplʊərəl, αμερικ ˈplʊrəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. plural ΓΛΩΣΣ:
2. plural (pluralistic):
3. plural (multiple):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.