 
  
 I. itin·er·ant [aɪˈtɪnərənt, αμερικ -nɚ-] ΟΥΣ
1. itinerant (unsettled person):
2. itinerant:
II. itin·er·ant [aɪˈtɪnərənt, αμερικ -nɚ-] ΕΠΊΘ
1. itinerant (vagabond):
2. itinerant (migrant):
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
