hoch·auf·ge·löst ΕΠΊΘ αμετάβλ ΦΩΤΟΓΡ
- hochaufgelöst Bilddatei, Foto
-
Auf·lö·sung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Auflösung (Beendigung des Bestehens):
- Auflösung vom Parlament
-
5. Auflösung (Bildqualität):
7. Auflösung (das Zergehen):
8. Auflösung τυπικ (Verstörtheit):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.