copi·er [ˈkɒpiəʳ, αμερικ ˈkɑ:piɚ] ΟΥΣ
1. copier:
2. copier (person):
- copier
-
3. copier συνήθ παιδ γλώσσ οικ:
- copier (imitator)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.