cat·ty [ˈkæti, αμερικ ˈkæt̬i] ΕΠΊΘ
2. catty (catlike):
- catty
-
-
- Katzengeruch αρσ
I. ˈcat·ty-cor·ner(ed) ΕΠΊΘ αμερικ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.