στο λεξικό PONS
capi·tali·za·tion [ˌkæpɪtəlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -ət̬əlɪˈ-] ΟΥΣ no pl
1. capitalization ΓΛΩΣΣ:
2. capitalization ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
capi·tali·ˈza·tion is·sue ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capitalization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
index capitalization ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
capitalization factor ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
capitalization interest ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
capitalization rate ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
interest capitalization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capitalization bond ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capitalization issue ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capitalization system ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.