στο λεξικό PONS
al·tru·is·tic [ˌæltruˈɪstɪk, αμερικ ˌɑ:ltruˈɪstɪk] ΕΠΊΘ
be·ˈhav·ior ΟΥΣ αμερικ
behavior → behaviour
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
altruistic behaviour [ˌæltruˈɪstɪkbɪˌheɪvjə] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- altitude sickness
- altitudinal vegetation zone
- Alt key
- alto
- altogether
- altruistic behaviour
- alum
- alumina
- aluminium
- aluminium acetate
- aluminium foil