Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
worker participation ΟΥΣ
participation [βρετ pɑːˌtɪsɪˈpeɪʃn, αμερικ pɑrˌtɪsəˈpeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
worker [βρετ ˈwəːkə, αμερικ ˈwərkər] ΟΥΣ
1. worker (employee):
2. worker (proletarian):
-
- prolétaire αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
participation ΟΥΣ no πλ
worker [ˈwɜ:kəʳ, αμερικ ˈwɜ:rkɚ] ΟΥΣ
3. worker (person who works hard):
participation ΟΥΣ
worker [ˈwɜr·kər] ΟΥΣ
3. worker (person who works hard):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- workbasket
- workbench
- workbook
- workbox
- work camp
- worker participation
- worker priest
- workers' control
- work ethic
- work ethics
- work experience