Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. collateral [βρετ kəˈlat(ə)r(ə)l, αμερικ kəˈlædərəl, kəˈlætrəl] ΟΥΣ
1. collateral ΧΡΗΜΑΤΟΠ (security):
2. collateral ΝΟΜ (relation):
-
- collatéral αρσ
II. collateral [βρετ kəˈlat(ə)r(ə)l, αμερικ kəˈlædərəl, kəˈlætrəl] ΕΠΊΘ
1. collateral ΝΟΜ:
2. collateral species, branch of family:
3. collateral ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
4. collateral ΙΑΤΡ:
collateral damage ΟΥΣ U ΣΤΡΑΤ
στο λεξικό PONS
I. collateral [kəˈlætərəl, αμερικ -ˈlæt̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
II. collateral [kəˈlætərəl, αμερικ -ˈlæt̬-] ΕΠΊΘ
collateral damage ΟΥΣ
I. collateral [kə·ˈlæt̬· ə r· ə l] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
II. collateral [kə·ˈlæt̬· ə r· ə l] ΕΠΊΘ
collateral damage ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.