Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. collatér|al (collatérale) <αρσ πλ collatéraux> [kɔlateʀal, o] ΕΠΊΘ
1. collatéral ΑΝΑΤ:
2. collatéral ΝΟΜ:
3. collatéral (de côté):
-
- side προσδιορ
4. collatéral μτφ dommages:
- collatéral (collatérale)
-
II. collatéraux ΟΥΣ αρσ πλ
collatéraux αρσ πλ ΝΟΜ (famille):
- collatéraux
-
στο λεξικό PONS
-
- dommages mpl collatéraux
-
- dommages mpl collatéraux
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.