Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. Thai [βρετ tʌɪ, αμερικ taɪ] ΟΥΣ
1. Thai (person):
- Thai
-
2. Thai (language):
- Thai
- Thaï αρσ
II. Thai [βρετ tʌɪ, αμερικ taɪ] ΕΠΊΘ
- Thai
-
- thaï (thaïe)
- Thai
-
- Thai
- Thaï (Thaïe)
- Thai
- Thaïlandais (Thaïlandaise)
- Thai
- thaïlandais (thaïlandaise)
- Thai
-
- Thai massage
στο λεξικό PONS
I. Thai ΕΠΊΘ
1. Thai (of Thailand):
- Thai
-
II. Thai ΟΥΣ
1. Thai (person):
- Thai
-
2. Thai ΓΛΩΣΣ:
- Thai
- thaï αρσ
I. English [ˈɪŋglɪʃ] ΕΠΊΘ
I. Thai ΕΠΊΘ
1. Thai (of Thailand):
- Thai
-
II. Thai ΟΥΣ
1. Thai (person):
- Thai
-
2. Thai ΓΛΩΣΣ:
- Thai
- thaï αρσ
I. English [ˈɪŋ·glɪʃ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.