I. Thai [taɪ] ΟΥΣ
1. Thai (person):
- Thai
- Thai αρσ o θηλ <-(s), -(s)>
- Thai
-
2. Thai (language):
- Thai
- Thai ουδ <->
II. Thai [taɪ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- Thai
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.