Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 Eskimo <-s> [ˈeskɪməʊ, αμερικ -kəmoʊ] ΟΥΣ
1. Eskimo (person):
-  Eskimo
-  
2. Eskimo no πλ ΓΛΩΣΣ:
-  Eskimo
-  eskimo αρσ
I. English [ˈɪŋglɪʃ] ΕΠΊΘ
 
  
 Eskimo <-s> [ˈes·kə·moʊ] ΟΥΣ
1. Eskimo (person):
-  Eskimo
-  
2. Eskimo ΓΛΩΣΣ:
-  Eskimo
-  eskimo αρσ
I. English [ˈɪŋ·glɪʃ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
 
  
 