

- enlightenment
- instruction θηλ
- enlightenment
- édification θηλ
- enlightenment
-
- Enlightenment a. Age of the Enlightenment ΙΣΤΟΡΊΑ
-




- enlightenment
- révélation θηλ


- enlightenment
- révélation θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- enjoyable
- enjoyably
- enjoyment
- enlarge
- enlargement
- enlightenment
- enlist
- enlisted man
- enlistment
- enliven
- enmesh