Ελληνικά » Γερμανικά

χρεωστώ

χρεωστώ s. χρωστώ

Βλέπε και: χρωστώ

χρωστ|ώ [xrɔsˈtɔ], χρεωστ|ώ [xrɛɔsˈtɔ] <-άς> VERB μεταβ ohne Aoriststamm

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский