Ελληνικά » Γερμανικά

I . τρυπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [triˈpɔ] VERB μεταβ

1. τρυπώ (ανοίγω τρύπα):

ein Loch in etw αιτ machen

2. τρυπώ (με τρυπάνι):

ein Loch in etw αιτ bohren

3. τρυπώ (έγγραφο):

4. τρυπώ (διατρυπώ):

II . τρυπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [triˈpɔ] VERB αμετάβ

τρύπα [ˈtripa] SUBST θηλ

τρυπητό [tripiˈtɔ] SUBST ουδ

I . τρυπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [triˈpɔnɔ] VERB μεταβ

1. τρυπώνω (κρύβω):

2. τρυπώνω (κάνω βελονιές):

II . τρυπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [triˈpɔnɔ] VERB αμετάβ (κρύβομαι)

τρακ [trak] SUBST ουδ αμετάβλ

1. τρακ (ηθοποιού):

Lampenfieber ουδ

2. τρακ (σε εξετάσεις):

τραμ [tram] SUBST ουδ αμετάβλ

I . τρία [ˈtria] NUM αμετάβλ

II . τρία [ˈtria]

τρία s. τρεις

Βλέπε και: τρεις

τρικ [trik] SUBST ουδ αμετάβλ

Trick αρσ

τρίο [ˈtriɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

Trio ουδ

τζιπ [dzip] SUBST ουδ αμετάβλ

Jeep αρσ

τσιπ [tsip] SUBST ουδ αμετάβλ

ταυ [taf] SUBST ουδ αμετάβλ

Tau ουδ

I . του [tu] ΆΡΘ

Βλέπε και: ο , Ο

ο [ɔ] ΆΡΘ

ο
der

I . τους [tus] ΆΡΘ

Βλέπε και: ο , Ο

ο [ɔ] ΆΡΘ

ο
der

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский