Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρυπητήρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρυπητήρι [tripiˈtiri] SUBST ουδ

1. τρυπητήρι (της κουζίνας):

τρυπητήρι
Dosenlocher αρσ

2. τρυπητήρι (χαρτιών):

τρυπητήρι
Locher αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский