Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρυπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρυπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [triˈpɔnɔ] VERB μεταβ

1. τρυπώνω (κρύβω):

τρυπώνω

2. τρυπώνω (κάνω βελονιές):

τρυπώνω

II . τρυπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [triˈpɔnɔ] VERB αμετάβ (κρύβομαι)

τρυπώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский