Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρίβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στρί|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈstrivɔ] VERB μεταβ (συστρέφω, γυρίζω, και τσιγάρο)

II . στρί|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈstrivɔ] VERB αμετάβ (σε όχημα)

στρίβω
στρίβω δεξιά

Παραδειγματικές φράσεις με στρίβω

στρίβω αριστερά
στρίβω δεξιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский