Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρεψόδικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στρεψόδικ|ος <-η, -ο> [strɛˈpsɔðikɔs] ΕΠΊΘ

στρεψόδικος

II . στρεψόδικ|ος <-η, -ο> [strɛˈpsɔðikɔs] SUBST αρσ/θηλ

στρεψόδικος
Rechtsverdreher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский