Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρεσογόνος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρεσογόν|ος <-ος, -ο> [strɛsɔˈɣɔnɔs]

στρεσογόνος
Stress verursachend, Stress-
στρεσογόνος παράγοντας
Stressfaktor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με στρεσογόνος

στρεσογόνος παράγοντας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский