Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρέβλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρέβλωσ|η <-εις> [ˈstrɛvlɔsi] SUBST θηλ

1. στρέβλωση (στράβωμα):

στρέβλωση
Krümmen ουδ

2. στρέβλωση μτφ:

στρέβλωση
Verdrehung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский