Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολιτιστικής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολιτιστικ|ός <-ή, -ό> [pɔlitistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εκπολιτιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpɔlitistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπολιτιστικός (που εκπολιτίζει: επίδραση, δράση):

2. εκπολιτιστικός (πολιτιστικός):

kulturell, Kultur-

πολιτισμός [pɔlitizˈmɔs] SUBST αρσ

πολιτισμέν|ος <-η, -ο> [pɔlitizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πολιτισμένος (χώρα, άνθρωποι):

2. πολιτισμένος (άνθρωπος):

I . πολιτικ|ός <-ή, -ό> [pɔlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. πολιτικός (σχετικός με τον πολίτη, μη στρατιωτικός, γάμος, ενδυμασία):

Zivilkleidung θηλ
Bauingenieur αρσ

II . πολιτικ|ός [pɔlitiˈkɔs] SUBST mf

πολιτικάντης (πολιτικάντισσα) [pɔlitiˈkandis, pɔlitiˈkandisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) μειωτ

πολιτισμολογικ|ός <-ή, -ό> [pɔlitizmɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πολιτική [pɔlitiˈci] SUBST θηλ και μτφ (τρόπος διαχείρησης)

Politik θηλ
Innenpolitik θηλ
Außenpolitik θηλ
Gemeinsame Außen- und Sicherheitspolitik θηλ ενικ
Agrarpolitik θηλ
Europäische Sicherheits- und Verteidigungspolitik θηλ
Forstpolitik θηλ
Zollpolitik θηλ
Firmenpolitik θηλ
Sozialpolitik θηλ
Sparpolitik θηλ
Lohnpolitik θηλ
Geldpolitik θηλ
Finanzpolitik θηλ
Umweltpolitik θηλ
Preispolitik θηλ
Steuerpolitik θηλ

πολιτικά [pɔlitiˈka] SUBST ουδ πλ

1. πολιτικά ΠΟΛΙΤ:

Politik θηλ ενικ

2. πολιτικά (ρούχα):

Zivilkleidung θηλ ενικ

πολιτευτής [pɔlitɛfˈtis] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский