I . πολιτικ|ός <-ή, -ό> [pɔlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. πολιτικός ΠΟΛΙΤ:
2. πολιτικός (σχετικός με τον πολίτη, μη στρατιωτικός, γάμος, ενδυμασία):
-
Zivilluftfahrt θηλ
-
Zivilkleidung θηλ
-
Bauingenieur αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.