Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρησκευτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρησκευτικ|ός <-ή, -ό> [θriscɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

θρησκευτικός
religiös, Religions-
θρησκευτικός πόλεμος
Glaubenskrieg αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με θρησκευτικός

θρησκευτικός πόλεμος
θρησκευτικός/πολιτικός γάμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский