Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρήσκος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρήσκ|ος <-α, -ο> [ˈθriskɔs] ΕΠΊΘ

θρήσκος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский