Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολιτισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολιτισμέν|ος <-η, -ο> [pɔlitizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πολιτισμένος (χώρα, άνθρωποι):

πολιτισμένος

2. πολιτισμένος (άνθρωπος):

πολιτισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский