Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπολιτιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπολιτιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpɔlitistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπολιτιστικός (που εκπολιτίζει: επίδραση, δράση):

εκπολιτιστικός

2. εκπολιτιστικός (πολιτιστικός):

εκπολιτιστικός
kulturell, Kultur-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский