Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλήξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλήξη [ˈpliksi] SUBST θηλ nur ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με πλήξη

νιώθω πλήξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский