Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλημμυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πλημμυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [plimiˈrizɔ] VERB μεταβ και μτφ

πλημμυρίζω

II . πλημμυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [plimiˈrizɔ] VERB αμετάβ και μτφ

πλημμυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский