Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληρεξούσιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πληρεξούσιο [plirɛˈksusiɔ] SUBST ουδ

πληρεξούσιο
Vollmacht θηλ
πληρεξούσιο για σύναψη σύμβασης
γενικό πληρεξούσιο
ειδικό πληρεξούσιο
τραπεζικό πληρεξούσιο
Bankvollmacht θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πληρεξούσιο

γενικό πληρεξούσιο
ειδικό πληρεξούσιο
τραπεζικό πληρεξούσιο
πληρεξούσιο για σύναψη σύμβασης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский