Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεποίθησή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεποίθησ|η <-εις> [pɛˈpiθisi] SUBST θηλ

2. πεποίθηση (γνώμη, άποψη):

Ansicht θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский