Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πέπλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πέπλος [ˈpɛplɔs] SUBST αρσ, πέπλο [ˈpɛplɔ] SUBST ουδ SUBST αρσ/ουδ

II . πέπλος [ˈpɛplɔs] SUBST αρσ, πέπλο [ˈpɛplɔ] SUBST ουδ SUBST αρσ (αρχαίο ρούχο)

Παραδειγματικές φράσεις με πέπλο

πέπλο ουδ μυστηρίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский