Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεπερασμένο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεπερασμένο [pɛpɛrazˈmɛnɔ] SUBST ουδ

πεπερασμένο
Endlichkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πεπερασμένο

πεπερασμένο σύνολο
πεπερασμένο αξίωμα ουδ επιλογής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский