Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξίωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξίωμα [aˈksiɔma] SUBST ουδ

1. αξίωμα (διοικητική θέση):

αξίωμα
Amt ουδ
αναλαμβάνω αξίωμα

2. αξίωμα:

αξίωμα ΦΙΛΟΣ, ΜΑΘ
Axiom ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский