Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεπρωμένο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεπρωμένο [pɛprɔˈmɛnɔ] SUBST ουδ

πεπρωμένο
Schicksal ουδ
ήταν το πεπρωμένο μου

Παραδειγματικές φράσεις με πεπρωμένο

ήταν το πεπρωμένο μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский